- ἔπειθε
- πείθωpersuadeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
συνενδίδωμι — Α 1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.) 2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω 3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»] … Dictionary of Greek
Βιτάλιος — I (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν και περιείχε … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
Δελβινιώτης — Επώνυμο λογίων από την Κέρκυρα. 1. Διομήδης (19ος αι.). Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ελληνικής και λατινικής φιλολογίας. Ήταν θερμός πατριώτης και έγινε γνωστός για τους αγώνες του κατά των Άγγλων. Εξελέγη… … Dictionary of Greek
Ενία Νεβία — (1ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αρχηγού των πραιτοριανών, Μάκρωνα, επί αυτοκρατορίας Τιβέριου (14 37 μ.Χ.). Υπήρξε ερωμένη του Καλιγούλα, ο οποίος, στην προσπάθειά του να ανέλθει στον θρόνο, της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν αν έπειθε τον σύζυγό… … Dictionary of Greek
Κιθαιρών — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Πλαταιών, από τον οποίο πήρε την ονομασία του το ομώνυμο γειτονικό βουνό. Βασίλευσε πριν από τον βασιλιά Ασωπό και φημιζόταν για τη σύνεση και τη σοφία του. Μάλιστα, αναφέρεται ότι συμβούλευσε τον ίδιο τον… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… … Dictionary of Greek
κἄπειθ' — ἄπειτι , ἄπειμι 2 ibo pres ind act 3rd sg (doric) ἔπειτι , ἔπειμι 2 ibo pres ind act 3rd sg (doric) ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) ἔπειθε , πείθω persuade imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)